σοβαρολογώ

σοβαρολογώ
(ε) αμετ. говорить серьёзно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σοβαρολογώ" в других словарях:

  • σοβαρολογώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοβαρολογώ — Ν μιλώ σοβαρά, δεν αστειεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σοβαρολογώ — μιλώ σοβαρά: Φαντάζομαι πως δε σοβαρολογείς, όταν μου λες ότι θ αφήσεις αυτή τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρολογία — η, Ν σοβαρή ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»